μάστις: Difference between revisions
ῥεῖα δ' ἀρίζηλον μινύθει καὶ ἄδηλον ἀέξει, ῥεῖα δέ τ' ἰθύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει → easily he humbles the proud and raises the obscure, and easily he straightens the crooked and blasts the proud (Hesiod, Works and Days 6-8)
(24) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μάστις]], -ιος, ἡ (Α)<br /><b>ιων. τ.</b> <b>βλ.</b> [[μάστιξ]]. | |mltxt=[[μάστις]], -ιος, ἡ (Α)<br /><b>ιων. τ.</b> <b>βλ.</b> [[μάστιξ]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μάστῐς:''' -ιος, ἡ, Ιων. αντί [[μάστιξ]], δοτ. <i>μάστῑ</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· αιτ. [[μάστιν]], σε Ομήρ. Οδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:20, 31 December 2018
English (LSJ)
ιος, ἡ, Ion. for foreg., dat.
A μάστῑ Il.23.500; acc. μάστιν Od.15.182, AP6.234 (Eryc.):—also μαστίδες· ἀκίδες ἢ ἀγκύλαι, Hsch.
German (Pape)
[Seite 99] ιος, ἡ, ion. = μάστιξ; davon dat. μάστι für μάστιϊ, Il. 23, 50, u. acc. μάστιν, ἐφ' ἵπποιϊν βάλεν, Od. 15, 182; einzeln bei ap. D., μάστιν πολυαστράγαλον Eryc. 2 (VI, 234).
Greek (Liddell-Scott)
μάστῐς: -ιος, ἡ, Ἰων. ἀντὶ μάστιξ, δοτ. μάστῑ Ἰλ. Ψ. 500· αἰτ. μάστιν Ὀδ. Ο. 182· ἴδε Λοβ. εἰς Σοφ. Αἴ. 110.
French (Bailly abrégé)
(ἡ) :
dat. μάστι, acc. μάστιν;
ion. c. μάστιξ.
Greek Monolingual
μάστις, -ιος, ἡ (Α)
ιων. τ. βλ. μάστιξ.
Greek Monotonic
μάστῐς: -ιος, ἡ, Ιων. αντί μάστιξ, δοτ. μάστῑ, σε Ομήρ. Ιλ.· αιτ. μάστιν, σε Ομήρ. Οδ.