μισολάκων: Difference between revisions

From LSJ

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172
(25)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μισολάκων]], -ωνος, ὁ (Α)<br />αυτός που μισεί τους Λάκωνες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μισῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[Λάκων]].
|mltxt=[[μισολάκων]], -ωνος, ὁ (Α)<br />αυτός που μισεί τους Λάκωνες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μισῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[Λάκων]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μῑσολάκων:''' [ᾰ], -ωνος, ὁ, αυτός που μισεί τους Λάκωνες, σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 00:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῑσολάκων Medium diacritics: μισολάκων Low diacritics: μισολάκων Capitals: ΜΙΣΟΛΑΚΩΝ
Transliteration A: misolákōn Transliteration B: misolakōn Transliteration C: misolakon Beta Code: misola/kwn

English (LSJ)

[ᾰ], ωνος, ὁ,

   A Laconian-hater, Ar.V.1165.

German (Pape)

[Seite 191] ωνος, die Lakonier hassend, Ar. Vesp. 1165.

Greek (Liddell-Scott)

μῑσολάκων: [ᾰ], -ωνος, ὁ, ὁ μισῶν τοὺς Λάκωνας, Ἀριστοφ. Σφ. 1165.

French (Bailly abrégé)

ωνος (ὁ, ἡ)
qui hait les Lacédémoniens.
Étymologie: μισέω, Λάκων.

Greek Monolingual

μισολάκων, -ωνος, ὁ (Α)
αυτός που μισεί τους Λάκωνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + Λάκων.

Greek Monotonic

μῑσολάκων: [ᾰ], -ωνος, ὁ, αυτός που μισεί τους Λάκωνες, σε Αριστοφ.