μεταπεμπτέος: Difference between revisions
From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
(25) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μεταπεμπτέος]], -α, -ον (Α) [[μεταπέμπω]]<br />αυτός τον οποίο [[πρέπει]] [[κανείς]] να μεταπέμψει, να στείλει και να τον καλέσει να έλθει. | |mltxt=[[μεταπεμπτέος]], -α, -ον (Α) [[μεταπέμπω]]<br />αυτός τον οποίο [[πρέπει]] [[κανείς]] να μεταπέμψει, να στείλει και να τον καλέσει να έλθει. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μεταπεμπτέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ., αυτός που πρέπει να αποσταλεί [[αλλού]], σε Θουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:28, 31 December 2018
English (LSJ)
α, ον,
A to be sent for, Th.6.25.
Greek (Liddell-Scott)
μεταπεμπτέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν δεῖ μεταπέμπεσθαι, Θουκ. 6. 25.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qu’on peut ou qu’il faut mander.
Étymologie: adj. verb. de μεταπέμπω.
Greek Monolingual
μεταπεμπτέος, -α, -ον (Α) μεταπέμπω
αυτός τον οποίο πρέπει κανείς να μεταπέμψει, να στείλει και να τον καλέσει να έλθει.
Greek Monotonic
μεταπεμπτέος: -α, -ον, ρημ. επίθ., αυτός που πρέπει να αποσταλεί αλλού, σε Θουκ.