ὀκτάκνημος: Difference between revisions
ἀνιαρῶς τε φέρει τὴν τελευτὴν, καίτοι γε τὸν πρόσθεν χρόνον διαχλευάζων τοὺς μορμολυττομένους τὸν θάνατον, καὶ πρᾴως ἐπιτωθάζων → he bears death with grief, although in a former time he criticized, and mildly derided, those that were fearing death
(28) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀκτάκνημος]], -ον (Α)<br />(για τροχό) αυτός που έχει [[οκτώ]] ακτίνες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀκτα</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[οκτώ]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>κνημος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κνήμη]]), <b>πρβλ.</b> <i>τετρά</i>-<i>κνημος</i>]. | |mltxt=[[ὀκτάκνημος]], -ον (Α)<br />(για τροχό) αυτός που έχει [[οκτώ]] ακτίνες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀκτα</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[οκτώ]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>κνημος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κνήμη]]), <b>πρβλ.</b> <i>τετρά</i>-<i>κνημος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὀκτάκνημος:''' -ον ([[κνήμη]]), αυτός που έχει [[οκτώ]] κνήμες, λέγεται για τροχούς, σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:36, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, (κνήμη II)
A eight-spoked, κύκλα Il.5.723.
German (Pape)
[Seite 317] achtspeichig, κύκλα, Il. 5, 723.
Greek (Liddell-Scott)
ὀκτάκνημος: -ον, (κνήμη ΙΙ) ἐπὶ τροχοῦ, ὁ ἔχων ὀκτὼ κνήμας, κύκλα Ἰλ. Ε. 723· «ὀκτάκνημα, ὀκτάραβδα, ὀκτακέρκιδα· κνῆμαι γὰρ εἰσιν αἱ ἐντὸς τῶν τροχῶν ῥάβδοι ἐμπεπηγμέναι πρὸς τῇ χοίνικι» Ἐτυμ. Μέγ. 621, 16.
English (Autenrieth)
(κρήμη): eight-spoked, of wheels, Il. 5.723†. (See cut, from a painting on a Panathenaic amphora found at Volsci.)
Greek Monolingual
ὀκτάκνημος, -ον (Α)
(για τροχό) αυτός που έχει οκτώ ακτίνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + -κνημος (< κνήμη), πρβλ. τετρά-κνημος].
Greek Monotonic
ὀκτάκνημος: -ον (κνήμη), αυτός που έχει οκτώ κνήμες, λέγεται για τροχούς, σε Ομήρ. Ιλ.