ὁποτέρωθε: Difference between revisions
Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut
(Bailly1_4) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>épq.</i> ὁπποτέρωθεν;<br /><i>adv. relat.</i><br />duquel des deux côtés, de laquelle des deux parts.<br />'''Étymologie:''' [[ὁπότερος]], -θε. | |btext=<i>épq.</i> ὁπποτέρωθεν;<br /><i>adv. relat.</i><br />duquel des deux côtés, de laquelle des deux parts.<br />'''Étymologie:''' [[ὁπότερος]], -θε. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὁποτέρωθε:''' -θεν, Επικ. -ὁπποτ-, επίρρ., από όποιον από τους [[δύο]], από όποιο [[μέλος]] του ζεύγους, σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁπότερ-θεν, Ep. ὁπποτ-, Adv.
A from which of the two sides or directions, Il.14.59 ; ὁ. ἂν ᾖ ἡ πληγή Arist.PA691b10 ; ὁποτερωθενοῦν on either of the two sides, Id.APr.61a38.
German (Pape)
[Seite 363] und ὁποτέρωθεν, ep. ὁπποτέρωθεν, correl. zu ποτέρωθεν, von welcher von beiden Seiten her, Il. 14, 59; Suid. erkl. ἀπὸ ποίου μέρους.
Greek (Liddell-Scott)
ὁποτέρωθε: -θεν, Ἐπικ. ὁπποτ-, Ἐπίρρ., ἐξ ὁποίου ἐκ τῶν δύο μερῶν, ὁπποτέρωθεν Ἀχαιοὶ ὀρινόμενοι κλονέονται Ἰλ. Ξ. 59 ὁπ. ἂν ᾖ ἡ πληγὴ Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 11, 13· - ὁποτερωθενοῦν ὁ αὐτ. ἐν Ἀναλυτ. Προτ. 2. 11, 3.
French (Bailly abrégé)
épq. ὁπποτέρωθεν;
adv. relat.
duquel des deux côtés, de laquelle des deux parts.
Étymologie: ὁπότερος, -θε.
Greek Monotonic
ὁποτέρωθε: -θεν, Επικ. -ὁπποτ-, επίρρ., από όποιον από τους δύο, από όποιο μέλος του ζεύγους, σε Ομήρ. Ιλ.