ὀρέστερος: Difference between revisions

From LSJ

Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich

Menander, Monostichoi, 426
(29)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀρέστερος]], -έρα, -ον (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) (συν. για τους δράκοντες, τους λύκους και τους λέοντες) [[ορεινός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ὀρεσ</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>όρος</i> [II]) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τερος</i> (<b>πρβλ.</b> [[ἀγρότερος]] <span style="color: red;"><</span> [[ἀγρός]])].
|mltxt=[[ὀρέστερος]], -έρα, -ον (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) (συν. για τους δράκοντες, τους λύκους και τους λέοντες) [[ορεινός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ὀρεσ</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>όρος</i> [II]) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τερος</i> (<b>πρβλ.</b> [[ἀγρότερος]] <span style="color: red;"><</span> [[ἀγρός]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀρέστερος:''' -α, -ον, ποιητ. αντί [[ὀρεινός]] II, σε Όμηρ., Τραγ.
}}
}}

Revision as of 00:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρέστερος Medium diacritics: ὀρέστερος Low diacritics: ορέστερος Capitals: ΟΡΕΣΤΕΡΟΣ
Transliteration A: orésteros Transliteration B: oresteros Transliteration C: oresteros Beta Code: o)re/steros

English (LSJ)

α, ον, poet. for ὀρεινός, epith. of a snake, Il.22.93 ; of wolves and lions, Od.10.212 ;

   A ὀρεστέρα παμβῶτι γᾶ S.Ph.391 (lyr.); παρθένος E.Tr.551 (lyr.); ἀγρευτῆρες Opp.H.4.586. (Posit. Adj. formed from ὄρος (τό), opp. ἀγρότερος from ἀγρός.)

German (Pape)

[Seite 373] poet. = ὀρεινός (kein compar., wie Philoxen. beim E. M. es, von ὀρήεις, für ὀρηέστερος erklärt); Beiwort des Drachen, Il. 22, 93, der Wölfe u. der Löwen, Od. 10, 212; ὀρεστέρα παμβῶτι γᾶ, Soph. Phil. 391, Rhea; ὄρειος θήρ, Eur. Hec. 1058; λέων, Bacch. 1139; κάπροι, Or. 1460.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρέστερος: -α, -ον, ποιητ. ἀντὶ ὀρεινός, ἐπίθ. τοῦ δράκοντος, Ἰλ. Χ. 93· λύκων καὶ λεόντων, Ὀδ. Κ. 212, κλ.· ὀρεστέρα παμβῶτι γᾶ Σοφ. Φιλ. 391· παρθένος Εὐρ. Τρῳ. 551· ἀγρευτῆρες Ὀππ. Ἁλ. 4. 586. (Θετ. ἐπίθ. σχηματισθὲν ἐκ τοῦ ὄρος (τὸ) ὡς τὸ ἀγρότερος ἐκ τοῦ ἀγρός, οὐχὶ συγκρ., ὡς νομίζουσιν οἱ γραμματικοὶ παρὰ τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. 807. 12).

French (Bailly abrégé)

α, ον :
c. ὀρεινός.

English (Autenrieth)

(ὄρος, cf. ἀγρότερος): of the mountains, mountain-, dragon, wolves, Il. 22.93, Od. 10.212.

Greek Monolingual

ὀρέστερος, -έρα, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) (συν. για τους δράκοντες, τους λύκους και τους λέοντες) ορεινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρεσ- (βλ. λ. όρος [II]) + επίθημα -τερος (πρβλ. ἀγρότερος < ἀγρός)].

Greek Monotonic

ὀρέστερος: -α, -ον, ποιητ. αντί ὀρεινός II, σε Όμηρ., Τραγ.