Οὐρανία: Difference between revisions

From LSJ

Ούτως είη ημίν ο Θεός βοηθός και το Ιερόν Αυτού Ευαγγέλιον → So help us God and His holy Gospel

Source
(Bailly1_4)
(5)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />Uranie :<br /><b>1</b> surn. d’Aphrodite;<br /><b>2</b> muse de l’astronomie;<br /><b>3</b> n. d’une Océanide.<br />'''Étymologie:''' [[οὐρανός]].
|btext=ας (ἡ) :<br />Uranie :<br /><b>1</b> surn. d’Aphrodite;<br /><b>2</b> muse de l’astronomie;<br /><b>3</b> n. d’une Océanide.<br />'''Étymologie:''' [[οὐρανός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''Οὐρᾰνία:''' ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[Ουρανία]], η εξ Ουρανού, [[μία]] από τις [[εννέα]] Μούσες, σε Ησίοδ.<br /><b class="num">II.</b> προσωνύμιο της θεάς Αφροδίτης, σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 00:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Οὐρᾰνία Medium diacritics: Οὐρανία Low diacritics: Ουρανία Capitals: ΟΥΡΑΝΙΑ
Transliteration A: Ouranía Transliteration B: Ourania Transliteration C: Ourania Beta Code: *ou)rani/a

English (LSJ)

(Boeot. Ὠρανία IG7.1804, also at Epidaurus, ib.42(1).283), Ep. and Ion. -ιη, ἡ, Urania, name of one of the Muses, Hes. Th.78; later, she was looked on esp. as the Muse of Astronomy, Cic.Div.1.11.17, al.    II epith. of Aphrodite, opp. Ἀ. Πάνδημος, Pl.Smp.181c, cf. Pi.Fr.122.4, Hdt.1.105; worshipped in Scythia, Id.4.59, IPE2.28 (Panticapaeum); in Amorgos, IG12(7).57 (iii B. C.).    III the Arabians called the moon Ἀλιλάτ, i.e. Οὐρανίη, Hdt.3.8.    IV a game in which a ball was thrown into the air, Hsch.    V a plant, = ἶρις, Ps.-Dsc.1.1.    VI Aeol. or Dor. ὠρανίᾱφι, said to be voc., O (Muse) of heaven, Alcm.59.

Greek (Liddell-Scott)

Οὐρᾰνία: ἡ, ἡ ἐξ οὐρανοῦ, ὄνομα μιᾶς τῶν Μουσῶν, Ἡσ. Θ. 78˙ ἀκολούθως ἐθεωρεῖτο κυρίως ὡς ἡ Μοῦσα τῆς ἀστρονομίας. ΙΙ. ἐπώνυμον τῆς Ἀφροδίτης, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ Ἀφρ. Πάνδημος, Πλάτ. Συμπ. 181C, πρβλ. Ἡρόδ. 1. 105, Πινδ. Ἀποσπάσμ. 87. 3˙ ἐλατρεύετο ἐν Σαρματίᾳ, Ἡρόδ. 4. 59, Συλλ. Ἐπιγρ. 2109b. ΙΙΙ. οἱ Ἀράβιοι ἐκάλουν τὴν σελήνην Ἀλιτάτ, δηλ. Οὐρανίην, Ἡρόδ. 3. 8.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
Uranie :
1 surn. d’Aphrodite;
2 muse de l’astronomie;
3 n. d’une Océanide.
Étymologie: οὐρανός.

Greek Monotonic

Οὐρᾰνία: ἡ,
I. Ουρανία, η εξ Ουρανού, μία από τις εννέα Μούσες, σε Ησίοδ.
II. προσωνύμιο της θεάς Αφροδίτης, σε Πλάτ.