παραιβασίη: Difference between revisions

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
(30)
(5)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br />(ποιητ. και επικ. τ.) <b>βλ.</b> [[παραβασία]].
|mltxt=ἡ, Α<br />(ποιητ. και επικ. τ.) <b>βλ.</b> [[παραβασία]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''παραιβᾰσίη:''' -βᾰσις, = <i>παρα-βασία</i>, -[[βάσις]].
}}
}}

Revision as of 00:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραιβᾰσίη Medium diacritics: παραιβασίη Low diacritics: παραιβασίη Capitals: ΠΑΡΑΙΒΑΣΙΗ
Transliteration A: paraibasíē Transliteration B: paraibasiē Transliteration C: paraivasii Beta Code: paraibasi/h

English (LSJ)

παραί-βᾰσις,

   A v. παραβασία, παράβασις.

Greek (Liddell-Scott)

παραιβᾰσίη: παραίβασις, ἴδε ἐν λ. παράβασις Ι και ΙΙ.

Greek Monolingual

ἡ, Α
(ποιητ. και επικ. τ.) βλ. παραβασία.

Greek Monotonic

παραιβᾰσίη: -βᾰσις, = παρα-βασία, -βάσις.