παρδαλωτός: Difference between revisions

From LSJ

μὴ τὴν ὄψιν καλλωπίζου, ἀλλ' ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἴσθι καλός → Don't beautify your face, but be beautiful in your habits (Thales, in Diog. Laertius 1.37)

Source
(31)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, ΝΑ [[πάρδαλις]]<br />[[ποικιλόχρωμος]], με στίγματα σαν της λεοπάρδαλης<br /><b>νεοελλ.</b><br />(το αρσ. ως ουσ. <b>ζωολ.</b> ο [[παρδαλωτός]]<br />[[γένος]] μικρόσωμων ωδικών πουλιών της οικογένειας oicaeidae της τάξης [[στρουθιόμορφα]].
|mltxt=-ή, -όν, ΝΑ [[πάρδαλις]]<br />[[ποικιλόχρωμος]], με στίγματα σαν της λεοπάρδαλης<br /><b>νεοελλ.</b><br />(το αρσ. ως ουσ. <b>ζωολ.</b> ο [[παρδαλωτός]]<br />[[γένος]] μικρόσωμων ωδικών πουλιών της οικογένειας oicaeidae της τάξης [[στρουθιόμορφα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''παρδᾰλωτός:''' -ή, -όν (όπως από <i>παρδαλόω</i>), αυτός που είναι πιτσιλωτός όπως η [[λεοπάρδαλη]], σε Λουκ.
}}
}}

Revision as of 00:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρδᾰλωτός Medium diacritics: παρδαλωτός Low diacritics: παρδαλωτός Capitals: ΠΑΡΔΑΛΩΤΟΣ
Transliteration A: pardalōtós Transliteration B: pardalōtos Transliteration C: pardalotos Beta Code: pardalwto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A spotted like the pard, Luc.Bis Acc.8.

German (Pape)

[Seite 509] gepardelt, getigert, wie ein Panther gefleckt, καὶ κατεστιγμένος τὴν χρόαν, Luc. bis accus. 8.

Greek (Liddell-Scott)

παρδᾰλωτός: -ή, -όν, ὁ ἔχων στίγματα οἷα ἡ πάρδαλις, παρδαλός, κατεστιγμένοι καὶ παρδαλωτοὶ τὴν χρόαν Λουκ. Δὶς Κατηγ. 8.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
tacheté comme une panthère ou un léopard.
Étymologie: πάρδαλος.

Greek Monolingual

-ή, -όν, ΝΑ πάρδαλις
ποικιλόχρωμος, με στίγματα σαν της λεοπάρδαλης
νεοελλ.
(το αρσ. ως ουσ. ζωολ. ο παρδαλωτός
γένος μικρόσωμων ωδικών πουλιών της οικογένειας oicaeidae της τάξης στρουθιόμορφα.

Greek Monotonic

παρδᾰλωτός: -ή, -όν (όπως από παρδαλόω), αυτός που είναι πιτσιλωτός όπως η λεοπάρδαλη, σε Λουκ.