περιφλύω: Difference between revisions
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
(32) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> (για κεραυνό) [[απανθρακώνω]]<br /><b>2.</b> (για την ράβδο του Ααρών) [[κάνω]] να βλαστήσει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για παρεφθαρμένο τ. του [[περιφλεύω]]]. | |mltxt=Α<br /><b>1.</b> (για κεραυνό) [[απανθρακώνω]]<br /><b>2.</b> (για την ράβδο του Ααρών) [[κάνω]] να βλαστήσει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για παρεφθαρμένο τ. του [[περιφλεύω]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''περιφλύω:''' βλ. [[περιφλεύω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:08, 31 December 2018
English (LSJ)
A v. περιφλεύω.
German (Pape)
[Seite 599] ringsum verbrennen, versengen, vom Blitze, Ar. Nubb. 395, wie περιφλεύω.
Greek (Liddell-Scott)
περιφλύω: ἴδε περιφλεύω.
French (Bailly abrégé)
brûler en partie.
Étymologie: c. περιφλεύω.
Greek Monolingual
Α
1. (για κεραυνό) απανθρακώνω
2. (για την ράβδο του Ααρών) κάνω να βλαστήσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για παρεφθαρμένο τ. του περιφλεύω].
Greek Monotonic
περιφλύω: βλ. περιφλεύω.