πολύκρουνος: Difference between revisions
ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvious one, invisible connection is stronger than visible, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see
(33) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός που έχει πολλούς κρουνούς ή [[πολλά]] στόμια (α. «[[πολύκρουνος]] [[κρήνη]]» β. «[[πολύκρουνος]] [[φιάλη]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κρουνός]] «[[πηγή]]» (<b>πρβλ.</b> <i>δωδεκά</i>-<i>κρουνος</i>)]. | |mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός που έχει πολλούς κρουνούς ή [[πολλά]] στόμια (α. «[[πολύκρουνος]] [[κρήνη]]» β. «[[πολύκρουνος]] [[φιάλη]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κρουνός]] «[[πηγή]]» (<b>πρβλ.</b> <i>δωδεκά</i>-<i>κρουνος</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πολύκρουνος:''' -ον, αυτός που έχει πολλές πηγές, σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:16, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A with many springs, στόματα fountains many-gushing, AP9.669.4 (Marian.); with many mouths, φιάλαι Aristid.Or.17(15).22.
German (Pape)
[Seite 665] vielquellig, στόματα, viele Mündungen von Brunnenröhren, Marian. 3 (IX, 669).
Greek (Liddell-Scott)
πολύκρουνος: -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς κρουνούς, στόματα π., πηγαὶ πολλαχόθεν ἀναβλύζουσαι, Ἀνθ. Π. 9. 669.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui a de nombreuses sources;
2 par où l’eau s’échappe comme de nombreuses sources.
Étymologie: πολύς, κρουνός.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αυτός που έχει πολλούς κρουνούς ή πολλά στόμια (α. «πολύκρουνος κρήνη» β. «πολύκρουνος φιάλη»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + κρουνός «πηγή» (πρβλ. δωδεκά-κρουνος)].
Greek Monotonic
πολύκρουνος: -ον, αυτός που έχει πολλές πηγές, σε Ανθ.