περιτέχνησις: Difference between revisions

From LSJ

ἐν δὲ μηνὸς πρῶτον τύχεν ἆμαρ → it chanced to be on the first of the month, that day fell on the first of the month

Source
(32)
(6)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ήσεως, ἡ, Α [[περιτεχνώμαι]]<br /><b>1.</b> έξοχη, εξαίρετη [[τέχνη]]<br /><b>2.</b> [[τέχνασμα]], [[πανουργία]], [[δόλος]].
|mltxt=-ήσεως, ἡ, Α [[περιτεχνώμαι]]<br /><b>1.</b> έξοχη, εξαίρετη [[τέχνη]]<br /><b>2.</b> [[τέχνασμα]], [[πανουργία]], [[δόλος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''περιτέχνησις:''' ἡ ([[τεχνάομαι]]), πανούργο [[τέχνασμα]] ή [[δόλος]], σε Θουκ.
}}
}}

Revision as of 01:24, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 596] ἡ, vorzügliche Kunst, List, Thuc. 3, 82.

Greek (Liddell-Scott)

περιτέχνησις: ἡ, πανοῦργον τέχνασμα, δόλος, τῶν ἐπιχειρήσεων περιτεχνήσει Θουκ. 3. 82, πρβλ. Δίωνα Κ. 46. 19.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
invention ingénieuse, ruse.
Étymologie: περί, τεχνάομαι.

Greek Monolingual

-ήσεως, ἡ, Α περιτεχνώμαι
1. έξοχη, εξαίρετη τέχνη
2. τέχνασμα, πανουργία, δόλος.

Greek Monotonic

περιτέχνησις: ἡ (τεχνάομαι), πανούργο τέχνασμα ή δόλος, σε Θουκ.