πρόοιδα: Difference between revisions
(34) |
(6) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[γνωρίζω]] καλά εκ τών προτέρων (α. «ἐὰν μὴ προειδῇ περὶ τούτων τὴν ἀλήθειαν», <b>Πλάτ.</b><br />β. «τὸν καιρὸν ὃν οὐ προῄδειν ἐσόμενον», Ισοκρ.)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἐξ οὐ προειδότος» — απροσδόκητα, απρόβλεπτα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[οἶδα]] «[[γνωρίζω]]»]. | |mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[γνωρίζω]] καλά εκ τών προτέρων (α. «ἐὰν μὴ προειδῇ περὶ τούτων τὴν ἀλήθειαν», <b>Πλάτ.</b><br />β. «τὸν καιρὸν ὃν οὐ προῄδειν ἐσόμενον», Ισοκρ.)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἐξ οὐ προειδότος» — απροσδόκητα, απρόβλεπτα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[οἶδα]] «[[γνωρίζω]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πρόοιδα:''' παρακ. (πρβλ. [[προεῖδον]]), απαρ. <i>-ειδέναι</i>, μτχ. <i>-ειδώς</i>, υπερσ. <i>-ῄδη</i>, <i>-ῄδειν</i>, μέλ. <i>-είσομαι</i>· [[γνωρίζω]] εκ των προτέρων, σε Ηρόδ., Αττ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:24, 31 December 2018
English (LSJ)
inf. προειδέναι, part. προειδώς, pf. (with plpf. προῄδη, -ῄδειν, fut. προείσομαι); late aor. inf.
A προειδῆσαι Phld.Rh.1.286 S.:—know beforehand, Hdt.1.20, 7.235, 9.41, And.2.21, Lys,16.15, etc.; περὶ τούτων τὴν ἀλήθειαν Pl.Grg.459e; τὸν θάνατον ib.523d; ὃν [καιρὸν] οὐ προῄδειν ἐσόμενον Isoc.12.127; π. ὅτι . . D.8.50; π. τίς χορηγὸς [ἔσται] Id.4.36; ἐξ οὐ προειδότος unforeseen, D.C.69.4: c. part., μὴ ἐπ' ἀγαθῷ . . κατοικισθησόμενον (sc. τὸ Πελαργικόν) Th.2.17.
Greek (Liddell-Scott)
πρόοιδα: ἀπαρ. προειδέναι, προειδώς, μετοχ. πρκμ. (μετὰ ὑπερσ. προῄδη, -ήδειν, μέλλ. προείσομαι)· πρβλ. προεῑδον. Γινώσκω ἐκ τῶν προτέρων, Ἡρόδ. 1. 20., 9. 41., 7. 235, Ἀνδοκ. 22. 5, Λυσί. 147. 18, κτλ.· τὴν ἀλήθειαν περί τινος Πλάτ. Γοργ. 459Ε· τὸν θάνατον αὐτόθι 523D· ὃν [καιρὸν] οὐ προῄδειν προεσόμενον Ἰσοκρ. 259Α· πρ. ὅτι… Δημ. 102. 10· πρ. τις χορηγὸς [ἔσται] ὁ αὐτ. 50. 13· ἐξ οὐ προειδότος ἀπροσδοκήτως, Δίων Κ. 69. 4· μετὰ μετοχ., μὴ ἐπ’ ἀγαθῷ… κατοικισθησόμενον (ἐξυπ. τὸ Πελασγικὸν) Θουκ. 2. 17.
Greek Monolingual
Α
1. γνωρίζω καλά εκ τών προτέρων (α. «ἐὰν μὴ προειδῇ περὶ τούτων τὴν ἀλήθειαν», Πλάτ.
β. «τὸν καιρὸν ὃν οὐ προῄδειν ἐσόμενον», Ισοκρ.)
2. φρ. «ἐξ οὐ προειδότος» — απροσδόκητα, απρόβλεπτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + οἶδα «γνωρίζω»].
Greek Monotonic
πρόοιδα: παρακ. (πρβλ. προεῖδον), απαρ. -ειδέναι, μτχ. -ειδώς, υπερσ. -ῄδη, -ῄδειν, μέλ. -είσομαι· γνωρίζω εκ των προτέρων, σε Ηρόδ., Αττ.