ῥοφητός: Difference between revisions
From LSJ
Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich
(36) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -όν, Α [[ῥοφῶ]]<br />(για [[είδος]] τροφής) [[χυλώδης]], [[πολτώδης]]. | |mltxt=-ή, -όν, Α [[ῥοφῶ]]<br />(για [[είδος]] τροφής) [[χυλώδης]], [[πολτώδης]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ῥοφητός:''' -ή, -όν, αυτός τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να ρουφήξει, σε Στράβ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:32, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A that can be or is supped up, Id.15.1.53, Dsc.5.107, Gal.6.706, Sor.2.11; cf. ῥοπτός.
German (Pape)
[Seite 849] geschlürft, zu schlürfen; ᾠά, weiche Eier, Ath. II, 58 a; Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ῥοφητός: -ή, -όν, ὃν δύναται τις νὰ ῥοφήσῃ, Στράβ. 709, Διοσκ. 5. 124, Γαλην., πρβλ. ῥοπτός.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qu’on peut avaler.
Étymologie: ῥοφέω.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α ῥοφῶ
(για είδος τροφής) χυλώδης, πολτώδης.
Greek Monotonic
ῥοφητός: -ή, -όν, αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να ρουφήξει, σε Στράβ.