Σῖμος: Difference between revisions
From LSJ
Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr
(6_14) |
(6) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Σῖμος''': ὁ, ἀρσεν. κύριον [[ὄνομα]], ὁ ἔχων τὴν [[ῥῖνα]] σιμήν, Πλακομύτης, Ἀνθ. Π. 6. 310, κ. ἀλλ., ([[ἔνθα]] ὁ τονισμὸς Σίμος [[εἶναι]] [[πλημμελής]])· ― κεῖται εἰς δήλωσιν Σατύρου, Συλλ. Ἐπιγρ. 7417, -59, -60, κ. ἀλλ.· Σίμυλος [[εἶναι]] [[τύπος]] [[ὑποκοριστικός]]. ΙΙ. [[εἶδος]] θύννου ἢ ἄλλου τινὸς ἰχθύος, Ὀππ. Ἁλ. 1. 170. | |lstext='''Σῖμος''': ὁ, ἀρσεν. κύριον [[ὄνομα]], ὁ ἔχων τὴν [[ῥῖνα]] σιμήν, Πλακομύτης, Ἀνθ. Π. 6. 310, κ. ἀλλ., ([[ἔνθα]] ὁ τονισμὸς Σίμος [[εἶναι]] [[πλημμελής]])· ― κεῖται εἰς δήλωσιν Σατύρου, Συλλ. Ἐπιγρ. 7417, -59, -60, κ. ἀλλ.· Σίμυλος [[εἶναι]] [[τύπος]] [[ὑποκοριστικός]]. ΙΙ. [[εἶδος]] θύννου ἢ ἄλλου τινὸς ἰχθύος, Ὀππ. Ἁλ. 1. 170. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''Σῖμος:''' ὁ, αρσ. κύριο όνομα, Πλακουτσομύτης, σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:36, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ, pr. n.
A Flat-nose, Call.Epigr.49, etc.; used as name of a Satyr, Kretschmer Griech. Vaseninschr.pp.63,64:—Σιμύλος is a dim. form. II an unknown fish, Opp.H.1.170, Artem.2.14, Ath.7.312b.
Greek (Liddell-Scott)
Σῖμος: ὁ, ἀρσεν. κύριον ὄνομα, ὁ ἔχων τὴν ῥῖνα σιμήν, Πλακομύτης, Ἀνθ. Π. 6. 310, κ. ἀλλ., (ἔνθα ὁ τονισμὸς Σίμος εἶναι πλημμελής)· ― κεῖται εἰς δήλωσιν Σατύρου, Συλλ. Ἐπιγρ. 7417, -59, -60, κ. ἀλλ.· Σίμυλος εἶναι τύπος ὑποκοριστικός. ΙΙ. εἶδος θύννου ἢ ἄλλου τινὸς ἰχθύος, Ὀππ. Ἁλ. 1. 170.
Greek Monotonic
Σῖμος: ὁ, αρσ. κύριο όνομα, Πλακουτσομύτης, σε Ανθ.