σπογγίον: Difference between revisions
From LSJ
(38) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[σφογγίον]], τὸ, Α [[σπόγγος]], [[σφόγγος]]]<br /><b>1.</b> [[μικρός]] [[σπόγγος]], [[σφουγγαράκι]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] επιθέματος. | |mltxt=και [[σφογγίον]], τὸ, Α [[σπόγγος]], [[σφόγγος]]]<br /><b>1.</b> [[μικρός]] [[σπόγγος]], [[σφουγγαράκι]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] επιθέματος. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σπογγίον:''' τό, υποκορ. του [[σπόγγος]], σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:44, 31 December 2018
English (LSJ)
τό, Dim. of σπόγγος, Ar.Ach.463 (σφογγίον), Dsc.Eup.1.197. II an ἐπίθεμα of this name, Paul.Aeg.3.48.
German (Pape)
[Seite 922] τό, dim. von σπόγγος, Schwämmchen, οπογγίῳ βεβυσμένον χυτρίδιον Ar. Ach. 439.
Greek (Liddell-Scott)
σπογγίον: τό, ὑποκορ. τοῦ σπόγγος, Ἀριστοφ. Ἀχ. 463, Ἡσύχ.· ἴδε σπόγγος ἐν τέλ.
Greek Monolingual
και σφογγίον, τὸ, Α σπόγγος, σφόγγος]
1. μικρός σπόγγος, σφουγγαράκι
2. είδος επιθέματος.
Greek Monotonic
σπογγίον: τό, υποκορ. του σπόγγος, σε Αριστοφ.