συμπλανάομαι: Difference between revisions
From LSJ
ἀεὶ δ' ἀρέσκειν τοῖς κρατοῦσιν → always try to please your masters, always be obsequious to the masters
(Bailly1_5) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶμαι;<br />errer ensemble, s’égarer ensemble <i>ou</i> avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], πλανάομαι. | |btext=-ῶμαι;<br />errer ensemble, s’égarer ensemble <i>ou</i> avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], πλανάομαι. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''συμπλᾰνάομαι:''' Παθ., περιπλανιέμαι με κάποιον, σε Πολύβ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:48, 31 December 2018
English (LSJ)
A wander about with, τινι D.S.3.59, Plu.Ant.29, Philostr.Ep.56: metaph., ταῖς ἀγνοίαις . . τῶν συγγραφέων Plb.3.21.10.
German (Pape)
[Seite 987] mit, zugleich, zusammen umherirren, umherschweifen, ταῖς ἀγνοίαις τῶν συγγραφέων Pol. 3, 21, 10.
Greek (Liddell-Scott)
συμπλᾰνάομαι: μέλλ. -ήσομαι, περιπλανῶμαι μετά τινος, τινι Διόδ. 3. 59, κτλ.· μεταφορ., πλανῶμαι ὁμοῦ, ταῖς ἀγνοίαις τῶν συγγραφέων Πολύβ. 3. 21, 10.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
errer ensemble, s’égarer ensemble ou avec, τινι.
Étymologie: σύν, πλανάομαι.
Greek Monotonic
συμπλᾰνάομαι: Παθ., περιπλανιέμαι με κάποιον, σε Πολύβ.