συνάμα: Difference between revisions
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
(39) |
(6) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΜΑ, και [[σύναμα]] Α<br />συγχρόνως, [[μαζί]] (α. «[[συνάμα]] ήρθε κι αυτός» β. «τοῑς δὲ [[τριηκόσιοι]] ταῡροι σύναμ' ἐστιχόωντο», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[μόλις]], [[ευθύς]] ως («[[σύναμα]] τῷ βραχεῑαν ἰδεῑν αἵματος ῥύσιν ὠχριᾷ», Σέξτ. Εμπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[σύναμα]] <span style="color: red;"><</span> <i>σύν</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ἅμα</i>]. | |mltxt=ΝΜΑ, και [[σύναμα]] Α<br />συγχρόνως, [[μαζί]] (α. «[[συνάμα]] ήρθε κι αυτός» β. «τοῑς δὲ [[τριηκόσιοι]] ταῡροι σύναμ' ἐστιχόωντο», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[μόλις]], [[ευθύς]] ως («[[σύναμα]] τῷ βραχεῑαν ἰδεῑν αἵματος ῥύσιν ὠχριᾷ», Σέξτ. Εμπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[σύναμα]] <span style="color: red;"><</span> <i>σύν</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ἅμα</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''συνάμᾰ:''' επίρρ. αντί σὺν [[ἅμα]], μαζί, συγχρόνως, από κοινού, σε Ανθ., Λουκ.· <i>τινί</i>, με κάποιον, σε Θεόκρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:52, 31 December 2018
English (LSJ)
Adv. for σὺν ἅμα,
A together, AP7.9 (Damag), Luc.Pisc.51, Bis Acc.11, etc.; τισι with them, Theoc.25.126; freq. in tmesi: συνάμα is dub.l. in S.Ichn.70 (lyr.).
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και σύναμα Α
συγχρόνως, μαζί (α. «συνάμα ήρθε κι αυτός» β. «τοῑς δὲ τριηκόσιοι ταῡροι σύναμ' ἐστιχόωντο», Θεόκρ.)
αρχ.
μόλις, ευθύς ως («σύναμα τῷ βραχεῑαν ἰδεῑν αἵματος ῥύσιν ὠχριᾷ», Σέξτ. Εμπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. σύναμα < σύν + ἅμα].
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και σύναμα Α
συγχρόνως, μαζί (α. «συνάμα ήρθε κι αυτός» β. «τοῑς δὲ τριηκόσιοι ταῡροι σύναμ' ἐστιχόωντο», Θεόκρ.)
αρχ.
μόλις, ευθύς ως («σύναμα τῷ βραχεῑαν ἰδεῑν αἵματος ῥύσιν ὠχριᾷ», Σέξτ. Εμπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. σύναμα < σύν + ἅμα].
Greek Monotonic
συνάμᾰ: επίρρ. αντί σὺν ἅμα, μαζί, συγχρόνως, από κοινού, σε Ανθ., Λουκ.· τινί, με κάποιον, σε Θεόκρ.