συναπίσταμαι: Difference between revisions
From LSJ
κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre
(39) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>ιων. τ.</b> <b>βλ.</b> [[συναφίστημι]]. | |mltxt=Α<br /><b>ιων. τ.</b> <b>βλ.</b> [[συναφίστημι]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''συναπίσταμαι:''' Ιων. αντί <i>συναφίσταμαι</i>. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:52, 31 December 2018
English (LSJ)
Ion. for συναφίσταμαι (q.v.).
German (Pape)
[Seite 1002] ionisch statt συναφίσταμαι, Her.
Greek (Liddell-Scott)
συναπίσταμαι: Ἰων. ἀντὶ συναφίσταμαι.
French (Bailly abrégé)
ion. c. συναφίσταμαι, v. συναφίστημι.
Greek Monolingual
Α
ιων. τ. βλ. συναφίστημι.
Greek Monolingual
Α
ιων. τ. βλ. συναφίστημι.
Greek Monotonic
συναπίσταμαι: Ιων. αντί συναφίσταμαι.