συνεστραμμένως: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
(39)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> (για λόγο) με πολλές περιστροφές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μτχ. παθ. παρακμ. <i>συνεστραμμένος</i> του [[συστρέφω]].
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> (για λόγο) με πολλές περιστροφές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μτχ. παθ. παρακμ. <i>συνεστραμμένος</i> του [[συστρέφω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συνεστραμμένως:''' επίρρ. από μτχ. Παθ. παρακ. του [[συστρέφω]], ξεκάθαρα, [[χωρίς]] περιστροφές, με [[συντομία]], με γλαφυρό, πεποικιλμένο ύφος, σε Αριστ.
}}
}}

Revision as of 01:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεστραμμένως Medium diacritics: συνεστραμμένως Low diacritics: συνεστραμμένως Capitals: ΣΥΝΕΣΤΡΑΜΜΕΝΩΣ
Transliteration A: synestramménōs Transliteration B: synestrammenōs Transliteration C: synestrammenos Beta Code: sunestramme/nws

English (LSJ)

Adv., (συστρέφω)

   A as if twisted up, σ. εἰπεῖν speak tersely, Arist.Rh.1401a5 (v.l.).

Greek (Liddell-Scott)

συνεστραμμένως: Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ συστρέφω, κατὰ τρόπον συνεστραμμένον, σ. εἰπεῖν, συντόμως, Ἀριστ. Ρητ. 2. 24, 2.

French (Bailly abrégé)

adv.
d’une manière serrée.
Étymologie: συνεστραμμένος, part. pf. Pass. de συστρέφω.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. (για λόγο) με πολλές περιστροφές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. συνεστραμμένος του συστρέφω.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. (για λόγο) με πολλές περιστροφές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. συνεστραμμένος του συστρέφω.

Greek Monotonic

συνεστραμμένως: επίρρ. από μτχ. Παθ. παρακ. του συστρέφω, ξεκάθαρα, χωρίς περιστροφές, με συντομία, με γλαφυρό, πεποικιλμένο ύφος, σε Αριστ.