συμπαρανήχομαι: Difference between revisions

From LSJ

μέχρι δὲ τούτου θεοῖσι εἰδέναι χάριν → but until that time he should feel gratitude to the gods

Source
(39)
(6)
Line 13: Line 13:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />[[συμπαρανέω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[παρανήχομαι]] «[[κολυμπώ]] [[κοντά]] σε κάποιον»].
|mltxt=Α<br />[[συμπαρανέω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[παρανήχομαι]] «[[κολυμπώ]] [[κοντά]] σε κάποιον»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συμπαρανήχομαι:''' αποθ., [[κολυμπώ]] μαζί με κάποιον, [[παραπλέω]] κοντά του, σε Λουκ.
}}
}}

Revision as of 01:52, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 984] dep. med., mit od. zugleich nebenher schwimmen, Luc. Tox. 20.

Greek (Liddell-Scott)

συμπαρανήχομαι: νήχομαι πλησίον ὁμοῦ, Λουκ. Τόξ. 20.

French (Bailly abrégé)

nager ensemble près du rivage.
Étymologie: σύν, παρανήχομαι.

Greek Monolingual

Α
συμπαρανέω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + παρανήχομαι «κολυμπώ κοντά σε κάποιον»].

Greek Monolingual

Α
συμπαρανέω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + παρανήχομαι «κολυμπώ κοντά σε κάποιον»].

Greek Monotonic

συμπαρανήχομαι: αποθ., κολυμπώ μαζί με κάποιον, παραπλέω κοντά του, σε Λουκ.