συμφαγεῖν: Difference between revisions

From LSJ

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source
(6_5)
(6)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''συμφᾰγεῖν''': ἀπαρ. ἀόρ. τοῦ [[συνεσθίω]], Πλάτ. Νόμ. 881D.
|lstext='''συμφᾰγεῖν''': ἀπαρ. ἀόρ. τοῦ [[συνεσθίω]], Πλάτ. Νόμ. 881D.
}}
{{lsm
|lsmtext='''συμφᾰγεῖν:''' απαρ. αορ. βʹ του [[συνεσθίω]].
}}
}}

Revision as of 01:56, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 991] aor. II. zu συνεσθίω.

Greek (Liddell-Scott)

συμφᾰγεῖν: ἀπαρ. ἀόρ. τοῦ συνεσθίω, Πλάτ. Νόμ. 881D.

Greek Monotonic

συμφᾰγεῖν: απαρ. αορ. βʹ του συνεσθίω.