συνοικουρός: Difference between revisions
Λαβὼν ἀπόδος, ἄνθρωπε, καὶ λήψῃ πάλιν → Capias ut iterum, redde, quod iam ceperis → Du nimmst; gib, Mensch, zurück, damit du wieder nimmst
(40) |
(6) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-όν, και [[συνοίκουρος]], -ον Α<br /><b>1.</b> αυτός που μένει στο [[σπίτι]] [[μαζί]] με κάποιον<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «συνοικουρὸς κακῶν» — [[σύντροφος]] σε [[αταξία]], σε [[ζημιά]] (<b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>οἴκουρος</i> «αυτός που μένει [[σπίτι]]»]. | |mltxt=-όν, και [[συνοίκουρος]], -ον Α<br /><b>1.</b> αυτός που μένει στο [[σπίτι]] [[μαζί]] με κάποιον<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «συνοικουρὸς κακῶν» — [[σύντροφος]] σε [[αταξία]], σε [[ζημιά]] (<b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>οἴκουρος</i> «αυτός που μένει [[σπίτι]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''συνοικουρός:''' -όν, αυτός που ζει στο ίδιο [[σπίτι]] μαζί με κάποιον· με γεν., [[σύνοικος]] κακῶν, αυτός που συνδέεται, με συμφορές, [[σύντροφος]] της δυστυχίας, σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:56, 31 December 2018
Greek (Liddell-Scott)
συνοικουρός: -όν, ὁ συνοικουρῶν μετά τινος, ὅστις γυναικῶν λυμεῶνας ἥδεται ξένους κομίζων καὶ ξυνοικουροὺς κακῶν, «κακῶν συγκομιστὰς» (Δούκας), Εὐρ. Ἱππ. 1069· ― ἐκφέρεται καὶ προπαροξυτόνως: συνοίκουρος.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui garde la maison avec, qui vit avec, gén..
Étymologie: σύν, οἰκουρός.
Greek Monolingual
-όν, και συνοίκουρος, -ον Α
1. αυτός που μένει στο σπίτι μαζί με κάποιον
2. φρ. «συνοικουρὸς κακῶν» — σύντροφος σε αταξία, σε ζημιά (Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + οἴκουρος «αυτός που μένει σπίτι»].
Greek Monotonic
συνοικουρός: -όν, αυτός που ζει στο ίδιο σπίτι μαζί με κάποιον· με γεν., σύνοικος κακῶν, αυτός που συνδέεται, με συμφορές, σύντροφος της δυστυχίας, σε Ευρ.