τετράκερως: Difference between revisions

From LSJ

Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein

Menander, Monostichoi, 225
(41)
(6)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο / [[τετράκερως]], -ων, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[τετράκερως]]<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] αρτιοδάκτυλων θηλαστικών που περιλαμβάνει ένα μόνο [[είδος]] το οποίο χαρακτηρίζεται από την [[παρουσία]] τεσσάρων κεράτων από τα οποία το μπροστινό [[ζεύγος]] [[είναι]] μικρότερο<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει [[τέσσερα]] κέρατα, [[τετρακέρατος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κερως</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κέρας]]), <b>πρβλ.</b> <i>μονό</i>-<i>κερως</i>].
|mltxt=ο / [[τετράκερως]], -ων, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[τετράκερως]]<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] αρτιοδάκτυλων θηλαστικών που περιλαμβάνει ένα μόνο [[είδος]] το οποίο χαρακτηρίζεται από την [[παρουσία]] τεσσάρων κεράτων από τα οποία το μπροστινό [[ζεύγος]] [[είναι]] μικρότερο<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει [[τέσσερα]] κέρατα, [[τετρακέρατος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κερως</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κέρας]]), <b>πρβλ.</b> <i>μονό</i>-<i>κερως</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τετράκερως:''' -ων ([[κέρας]]), αυτός που έχει [[τέσσερα]] κέρατα, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 02:04, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 1097] mit vier Hörnern; ἔλαφος, Ep. ad. 166 a (App. 319); Opp. Cyn. 2, 378.

Greek (Liddell-Scott)

τετράκερως: -ων, ὁ ἔχων τέσσαρα κέρατα, ἔλαφος Ἀνθ. Π. παράρτ. 319· ὄϊς Ὀππ. Κυν. 2. 378.

French (Bailly abrégé)

ως, ων ; gén. ωτος;
à quatre cornes.
Étymologie: τέσσαρες, κέρας.

Greek Monolingual

ο / τετράκερως, -ων, ΝΑ
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο τετράκερως
ζωολ. γένος αρτιοδάκτυλων θηλαστικών που περιλαμβάνει ένα μόνο είδος το οποίο χαρακτηρίζεται από την παρουσία τεσσάρων κεράτων από τα οποία το μπροστινό ζεύγος είναι μικρότερο
αρχ.
αυτός που έχει τέσσερα κέρατα, τετρακέρατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -κερως (< κέρας), πρβλ. μονό-κερως].

Greek Monotonic

τετράκερως: -ων (κέρας), αυτός που έχει τέσσερα κέρατα, σε Ανθ.