τετράχοος: Difference between revisions
From LSJ
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
(6_19) |
(6) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τετράχοος''': -ον, συνῃρ. χους, ουν, ὁ χωρῶν τέσσαρας χόας, [[κάδος]] Ἀνθ. π. παράρτ. 28. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ὁ, ποσὸν τεσσάρων χοῶν, Γεωπ. 9. 10, 8. | |lstext='''τετράχοος''': -ον, συνῃρ. χους, ουν, ὁ χωρῶν τέσσαρας χόας, [[κάδος]] Ἀνθ. π. παράρτ. 28. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ὁ, ποσὸν τεσσάρων χοῶν, Γεωπ. 9. 10, 8. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τετράχοος:''' -ον, αυτός που έχει [[χωρητικότητα]] [[τέσσερις]] [[χόας]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, contr. τετράχους, ουν,
A holding four Χόες, κάδος Hedyl. ap. Ath.11.473a; μέτρον PGrenf.2.24.13 (ii B.C.). II as Subst., ὁ, or τό, an amount of four χόες, Gp.9.10.8.
German (Pape)
[Seite 1100] zsgzgn τετράχους, vier χόες haltend; κάδοι Hedyl. 2 (App. 28); Geop.
Greek (Liddell-Scott)
τετράχοος: -ον, συνῃρ. χους, ουν, ὁ χωρῶν τέσσαρας χόας, κάδος Ἀνθ. π. παράρτ. 28. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ὁ, ποσὸν τεσσάρων χοῶν, Γεωπ. 9. 10, 8.
Greek Monotonic
τετράχοος: -ον, αυτός που έχει χωρητικότητα τέσσερις χόας, σε Ανθ.