τριηροποιός: Difference between revisions
From LSJ
ὀρχούμενός τις καὶ τὴν τοῦ Κρόνου τεκνοφαγίαν παρωρχεῖτο → a dancer was presenting Kronos who devoured his children, an actor portrayed Kronos who devoured his children
(41) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-όν, Α<br />αυτός που ναυπηγεί τριήρεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τριήρης]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]]]. | |mltxt=-όν, Α<br />αυτός που ναυπηγεί τριήρεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τριήρης]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τριηροποιός:''' -όν ([[ποιέω]]), αυτός που ναυπηγεί τριήρεις, σε Δημ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:08, 31 December 2018
English (LSJ)
όν,
A building triremes, ib.12.93.4, 97.20, al., Arist.Ath.46.1; but τῶν τριηροποι<ικ>ῶν ταμίας is prob. cj. in D.22.17.
Greek (Liddell-Scott)
τριηροποιός: -όν, ὁ ναυπηγῶν τριήρεις, ναυπηγός, ὁ τῶν τριηροποιῶν ταμίας Δημ. 598. 23, Πολυδ. Α΄, 84.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
commissaire pour la construction des trières.
Étymologie: τριήρης, ποιέω.
Greek Monolingual
-όν, Α
αυτός που ναυπηγεί τριήρεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τριήρης + -ποιός].
Greek Monotonic
τριηροποιός: -όν (ποιέω), αυτός που ναυπηγεί τριήρεις, σε Δημ.