ὑμενήϊος: Difference between revisions
From LSJ
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
(42) |
(6) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, Α<br />[[προσωνυμία]] του Διονύσου ως θεού της χαράς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Ὑμήν</i>, -[[ένος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ήϊος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πολεμ</i>-<i>ήϊος</i>)]. | |mltxt=ὁ, Α<br />[[προσωνυμία]] του Διονύσου ως θεού της χαράς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Ὑμήν</i>, -[[ένος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ήϊος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πολεμ</i>-<i>ήϊος</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὑμενήϊος:''' ὁ ([[Ὑμήν]]), επίθ. του Βάκχου, Διονύσου, σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:20, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῠ], ὁ, epith. of Dionysus, AP9.524.21.
German (Pape)
[Seite 1178] ὁ, Beiwort des Bacchus als eines Freudengottes, Hymn. in Bacch. (IX, 524, 21).
Greek Monolingual
ὁ, Α
προσωνυμία του Διονύσου ως θεού της χαράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ὑμήν, -ένος + επίθημα -ήϊος (πρβλ. πολεμ-ήϊος)].
Greek Monotonic
ὑμενήϊος: ὁ (Ὑμήν), επίθ. του Βάκχου, Διονύσου, σε Ανθ.