ὑπνοφόβης: Difference between revisions
From LSJ
(43) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, Α<br />αυτός που φοβίζει κάποιον στον ύπνο του, [[εφιαλτικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὕπνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φόβης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φέβομαι]] «[[φοβάμαι]]», πιθ. μέσω του τ. [[φόβη]], ο [[οποίος]], όμως, διαφέρει οημασιολογικώς), <b>πρβλ.</b> <i>ὑδρο</i>-<i>φόβᾱς</i>]. | |mltxt=ὁ, Α<br />αυτός που φοβίζει κάποιον στον ύπνο του, [[εφιαλτικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὕπνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φόβης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φέβομαι]] «[[φοβάμαι]]», πιθ. μέσω του τ. [[φόβη]], ο [[οποίος]], όμως, διαφέρει οημασιολογικώς), <b>πρβλ.</b> <i>ὑδρο</i>-<i>φόβᾱς</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὑπνοφόβης:''' -ου, ὁ ([[φοβέω]]), αυτός που τρομάζει, φοβίζει κάποιον κατά την [[διάρκεια]] ύπνου, σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:20, 31 December 2018
English (LSJ)
ου, ὁ,
A driving away sleep, of Dionysus, AP9.524.21.
German (Pape)
[Seite 1207] ὁ, im Schlafe od. Traume schreckend, Bacchus, Hymn. (IX, 524, 21).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπνοφόβης: -ου, ὁ φοβῶν, πτοῶν τινα καθ’ ὕπνους, Ἀνθ. Παλατ. 9. 524, 21.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
qui trouble par des songes effrayants (Bacchus).
Étymologie: ὕπνος, φοβέω.
Greek Monolingual
ὁ, Α
αυτός που φοβίζει κάποιον στον ύπνο του, εφιαλτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕπνος + -φόβης (< φέβομαι «φοβάμαι», πιθ. μέσω του τ. φόβη, ο οποίος, όμως, διαφέρει οημασιολογικώς), πρβλ. ὑδρο-φόβᾱς].
Greek Monotonic
ὑπνοφόβης: -ου, ὁ (φοβέω), αυτός που τρομάζει, φοβίζει κάποιον κατά την διάρκεια ύπνου, σε Ανθ.