ὑληφόρος: Difference between revisions

From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
(42)
(6)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(<b>αττ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[ὑλοφόρος]].
|mltxt=-ον, Α<br />(<b>αττ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[ὑλοφόρος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑληφόρος:''' -ον, = ὑλο-[[φόρος]], σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 02:24, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 1177] = ὑλοφόρος, Ar. Ach. 260.

Greek (Liddell-Scott)

ὑληφόρος: -φορέω, = ὑλοφόρος, -φορέω.

Greek Monolingual

-ον, Α
(αττ. τ.) βλ. ὑλοφόρος.

Greek Monotonic

ὑληφόρος: -ον, = ὑλο-φόρος, σε Αριστοφ.