χρυσοκάρηνος: Difference between revisions
From LSJ
κῶς ταῦτα βασιλέϊ ἐκχρήσει περιυβρίσθαι → how will it be good enough for the king to be insulted with these things
(47c) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και δωρ. τ. χρυσοκάρανος, -ον, Α<br />αυτός που έχει [[χρυσή]] [[κεφαλή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κάρηνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κάρηνον]] «[[κεφάλι]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ξανθο</i>-<i>κάρηνος</i>]. | |mltxt=και δωρ. τ. χρυσοκάρανος, -ον, Α<br />αυτός που έχει [[χρυσή]] [[κεφαλή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κάρηνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κάρηνον]] «[[κεφάλι]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ξανθο</i>-<i>κάρηνος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''χρῡσοκάρηνος:''' [ᾰ], -ον, Δωρ. -ᾶνος, αυτός που έχει [[κεφάλι]] από χρυσό, σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:36, 31 December 2018
English (LSJ)
[ᾰ], ον, Dor. -ᾱνος,
A with head of gold, E.HF 375 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1381] dor. χρυσοκάρανος, mit goldenem Haupte, Eur. Herc. fur. 375.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσοκάρηνος: [ᾰ], -ον, Δωρικ. -ᾶνος, ὁ ἔχων κεφαλὴν χρυσῆν, Εὐρ. Μαιν. 375.
Greek Monolingual
και δωρ. τ. χρυσοκάρανος, -ον, Α
αυτός που έχει χρυσή κεφαλή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -κάρηνος (< κάρηνον «κεφάλι»), πρβλ. ξανθο-κάρηνος].
Greek Monotonic
χρῡσοκάρηνος: [ᾰ], -ον, Δωρ. -ᾶνος, αυτός που έχει κεφάλι από χρυσό, σε Ευρ.