χρησμῳδικός: Difference between revisions
καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)
(47b) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -όν, Α [[χρησμῳδός]]<br />αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προσιδιάζει στον χρησμωδό, [[μαντικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>χρησμῳδικῶς</i> Μ<br />με χρησμῳδικό τρόπο. | |mltxt=-ή, -όν, Α [[χρησμῳδός]]<br />αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προσιδιάζει στον χρησμωδό, [[μαντικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>χρησμῳδικῶς</i> Μ<br />με χρησμῳδικό τρόπο. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''χρησμῳδικός:''' -ή, -όν, [[μαντικός]], σε Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A oracular, Luc.Alex.22. Adv. -κῶς Eust.45.39.
German (Pape)
[Seite 1375] ή, όν, dem Orakelsänger gehörig, ihm eigen, prophetisch, Luc. Alex. 22, adv. χρησμῳδικῶς.
Greek (Liddell-Scott)
χρησμῳδικός: -ή, -όν, μαντικός, Λουκ. Ἀλέξ. 22. Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. 45. 39.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne les oracles, prophétique.
Étymologie: χρησμῳδός.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α χρησμῳδός
αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προσιδιάζει στον χρησμωδό, μαντικός.
επίρρ...
χρησμῳδικῶς Μ
με χρησμῳδικό τρόπο.
Greek Monotonic
χρησμῳδικός: -ή, -όν, μαντικός, σε Λουκ.