ἀκόλυμβος: Difference between revisions
From LSJ
(2) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀκόλυμβος:''' -ον, ο [[ανίκανος]] να κολυμπήσει, σε Βατραχομ., Πλούτ. | |lsmtext='''ἀκόλυμβος:''' -ον, ο [[ανίκανος]] να κολυμπήσει, σε Βατραχομ., Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀκόλυμβος:''' не умеющий нырять или плавать Batr., Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:55, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A unable to swim, Batr.158, Str.6.2.9, Plu.2.599b.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκόλυμβος: -ον, ὁ μὴ δυνάμενος νὰ κολυμβᾷ, Βατραχομ. 157, Στράβ., Πλούτ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui ne sait pas plonger.
Étymologie: ἀ, κόλυμβος.
Spanish (DGE)
-ον que no sabe nadar, Batr.158, Str.6.2.9, Plu.2.599b.
Greek Monolingual
ἀκόλυμβος, -ον (Α)
αυτός που δεν είναι ικανός στην κολύμβηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + κολυμβῶ].
Greek Monotonic
ἀκόλυμβος: -ον, ο ανίκανος να κολυμπήσει, σε Βατραχομ., Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀκόλυμβος: не умеющий нырять или плавать Batr., Plut.