ἀνδρόπορνος: Difference between revisions
From LSJ
(big3_4) |
(1) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ου, ὁ [[marica]] ἀνδροφόνοι γὰρ τὴν φύσιν ὄντες, ἀνδροπόρνοι τὸν τρόπον ἦσαν Theopomp.Hist.225. | |dgtxt=-ου, ὁ [[marica]] ἀνδροφόνοι γὰρ τὴν φύσιν ὄντες, ἀνδροπόρνοι τὸν τρόπον ἦσαν Theopomp.Hist.225. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνδρόπορνος:''' ὁ Polyb. = [[ἀνδρόγυνος]] II, 3. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:56, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A cinaedus, Theopomp.Hist.17.
German (Pape)
[Seite 219] männliche Hure, Theopomp. bei Ath. VI, 260 f; Pol. 8, 11; Gegensatz ἀνδροφόνος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνδρόπορνος: ὁ, ὁ πορνευόμενος, ὁ κίναιδος, Θεόπομπ. Ἱστ. 249, Δημ. Φαλ. 27.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ marica ἀνδροφόνοι γὰρ τὴν φύσιν ὄντες, ἀνδροπόρνοι τὸν τρόπον ἦσαν Theopomp.Hist.225.
Russian (Dvoretsky)
ἀνδρόπορνος: ὁ Polyb. = ἀνδρόγυνος II, 3.