ἀληθευτικός: Difference between revisions

From LSJ

Ξένους πένητας μὴ παραδράμῃς ἰδών → Praetervidere pauperem externum cave → An armen fremden, siehst du sie, geh nicht vorbei

Menander, Monostichoi, 389
(2)
(1)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀληθευτικός]], -ή, -ὸν (AM) [[ἀληθευτής]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν κρύβει την [[αλήθεια]], [[φιλαλήθης]], [[ειλικρινής]]<br /><b>2.</b> (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) <i>τὸ ἀληθευτικόν</i><br />η [[φιλαλήθεια]].
|mltxt=[[ἀληθευτικός]], -ή, -ὸν (AM) [[ἀληθευτής]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν κρύβει την [[αλήθεια]], [[φιλαλήθης]], [[ειλικρινής]]<br /><b>2.</b> (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) <i>τὸ ἀληθευτικόν</i><br />η [[φιλαλήθεια]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀληθευτικός:''' правдивый, искренний Arst.
}}
}}

Revision as of 05:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀληθευτικός Medium diacritics: ἀληθευτικός Low diacritics: αληθευτικός Capitals: ΑΛΗΘΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: alētheutikós Transliteration B: alētheutikos Transliteration C: alitheftikos Beta Code: a)lhqeutiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A truthful, frank, candid, Arist.EN1127a24, al.; τὸ ἀ. Hierocl.in CA2p.422M. Adv. -κῶς Eust.385.6, etc.

Greek (Liddell-Scott)

ἀληθευτικός: -ή, -όν, φιλαλήθης, οὐδὲν ἀποκρύπτων, εἰλικρινής, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 7. ― ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. 385, 6 κτλ.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 sincero Arist.EN 1124b30, 1127a24
neutr. subst. Hierocl.in CA 2.
2 adv. -ῶς sinceramente Eust.385.6.

Greek Monolingual

ἀληθευτικός, -ή, -ὸν (AM) ἀληθευτής
1. αυτός που δεν κρύβει την αλήθεια, φιλαλήθης, ειλικρινής
2. (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) τὸ ἀληθευτικόν
η φιλαλήθεια.

Russian (Dvoretsky)

ἀληθευτικός: правдивый, искренний Arst.