ἀναρίστητος: Difference between revisions
From LSJ
(4) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀναρίστητος]], -ον (Α) [[αναριστώ]]<br />αυτός που δεν προγευμάτισε. | |mltxt=[[ἀναρίστητος]], -ον (Α) [[αναριστώ]]<br />αυτός που δεν προγευμάτισε. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνᾱρίστητος:''' Arph. = [[ἀνάριστος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:56, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A not having breakfasted, Eup.68, Ar.Fr.454, Gal.15.562.
German (Pape)
[Seite 205] der nochnicht gefrühstückt hat, nüchtern, Antiphan. u. Timocl. com. bei Suid.; Eupol. bei Ath. II, 47 d.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνᾱρίστητος: -ον, ὁ μὴ προγευματίσας, ἀπρογευμάτιστος, ἀναρίστητος ὢν κοὐδὲν βεβρωκώς, ἀλλά γὰρ στέφανον ἔχων Εὔπολ. ἐν «Βάπταις» 3, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 391, κτλ.
Spanish (DGE)
(ἀνᾱρίστητος) -ον
que no ha almorzado Eup.68, Ar.Fr.454, Gal.15.562.
Greek Monolingual
ἀναρίστητος, -ον (Α) αναριστώ
αυτός που δεν προγευμάτισε.
Russian (Dvoretsky)
ἀνᾱρίστητος: Arph. = ἀνάριστος.