ὀγκητής: Difference between revisions
From LSJ
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
(5) |
(3b) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀγκητής:''' -οῦ, ὁ ([[ὀγκάομαι]]), αυτός που γκαρίζει, δηλ. ο [[γάιδαρος]], σε Ανθ. | |lsmtext='''ὀγκητής:''' -οῦ, ὁ ([[ὀγκάομαι]]), αυτός που γκαρίζει, δηλ. ο [[γάιδαρος]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀγκητής:''' οῦ adj. m кричащий, ревущий ([[ὄνος]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:00, 31 December 2018
German (Pape)
[Seite 290] der Brüllende, der Schreier, bes. der Esel, nach Schaefer's Behauptung für ὀγκηστής zu lesen.
Greek (Liddell-Scott)
ὀγκητής: -οῦ, ὁ, ὁ ὀγκώμενος, δηλ. ὄνος, Ἀνθ. Π. 9. 301.
French (Bailly abrégé)
οῦ;
adj. m.
qui brait.
Étymologie: ὀγκάομαι.
Greek Monotonic
ὀγκητής: -οῦ, ὁ (ὀγκάομαι), αυτός που γκαρίζει, δηλ. ο γάιδαρος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ὀγκητής: οῦ adj. m кричащий, ревущий (ὄνος Anth.).