καλίκιοι: Difference between revisions
From LSJ
Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men
(18) |
(2b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καλίκιοι]], οἱ (Α)<br />υποδήματα τών Ρωμαίων εκείνων που φορούσαν τήβεννο («πίλεον ἔχων και τήβεννον καὶ καλικίους», <b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>calcei</i> (πληθ. του <i>calceus</i>) <span style="color: red;"><</span> <i>calx</i> «[[φτέρνα]]»]. | |mltxt=[[καλίκιοι]], οἱ (Α)<br />υποδήματα τών Ρωμαίων εκείνων που φορούσαν τήβεννο («πίλεον ἔχων και τήβεννον καὶ καλικίους», <b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>calcei</i> (πληθ. του <i>calceus</i>) <span style="color: red;"><</span> <i>calx</i> «[[φτέρνα]]»]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καλίκιοι:''' οἱ (лат. calcei) сапоги или обувь Polyb. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:12, 31 December 2018
English (LSJ)
οἱ, = Lat.
A calcei, Plb.30.18.3.
German (Pape)
[Seite 1308] οἱ, das lat. calcei, Schuhe, Pol. 30, 16, 3; vgl. κάλτιος.
Greek (Liddell-Scott)
καλίκιοι: οἱ, ἴδε ἐν λ. κάλτιος.
Greek Monolingual
καλίκιοι, οἱ (Α)
υποδήματα τών Ρωμαίων εκείνων που φορούσαν τήβεννο («πίλεον ἔχων και τήβεννον καὶ καλικίους», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. calcei (πληθ. του calceus) < calx «φτέρνα»].
Russian (Dvoretsky)
καλίκιοι: οἱ (лат. calcei) сапоги или обувь Polyb.