ἀφορολόγητος: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.

Source
(7)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀφορολόγητος]], -ον)<br />αυτός που δεν φορολογείται<br /><b>νεοελλ.</b><br />όποιος δεν εξαναγκάστηκε να δώσει [[κάτι]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀφορολόγητος]], -ον)<br />αυτός που δεν φορολογείται<br /><b>νεοελλ.</b><br />όποιος δεν εξαναγκάστηκε να δώσει [[κάτι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀφορολόγητος:''' не обложенный податью или данью Polyb., Diod., Plut.
}}
}}

Revision as of 06:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφορολόγητος Medium diacritics: ἀφορολόγητος Low diacritics: αφορολόγητος Capitals: ΑΦΟΡΟΛΟΓΗΤΟΣ
Transliteration A: aphorológētos Transliteration B: aphorologētos Transliteration C: aforologitos Beta Code: a)forolo/ghtos

English (LSJ)

ον,

   A not subjected to tribute, IG22.1009.41, GDI5160.10 (Cret.), OGI223 (Erythrae, iii B. C.), Plb.4.25.7, LXX 1 Es.4.50, Plu. Flam.10.

German (Pape)

[Seite 414] frei von Tribut, Pol. 4. 25 u. öfter; Diod. Sic. Dion. Hal. 3, 60.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφορολόγητος: -ον, μὴ ὑποκείμενος εἰς φορολογίαν, Συλλ. Ἐπιγρ. 3045. 20. Πολύβ. 4. 25. 7. Ἑβδ.

Spanish (DGE)

-ον

• Alolema(s): ἀφορολόγιστος Ps.Callisth.72.10
exento de tributos de ciu. y ciudadanos IEryth.31.23 (III a.C.), IMylasa 644.9 (II a.C.), IG 22.1009.41 (II a.C.), Plb.4.25.7, D.S.17.24, Plu.Flam.10, χώρα LXX 1Es.4.50, χέρσος PTeb.737.22 (II a.C.).

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀφορολόγητος, -ον)
αυτός που δεν φορολογείται
νεοελλ.
όποιος δεν εξαναγκάστηκε να δώσει κάτι.

Russian (Dvoretsky)

ἀφορολόγητος: не обложенный податью или данью Polyb., Diod., Plut.