δαιδαλόεις: Difference between revisions

From LSJ

ξυνῆλθεν ἀτταγᾶς τε καὶ νουμήνιος → birds of a feather flock together, the francolin and the new-moon bird get together

Source
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δαιδαλόεις:''' -εσσα, -εν, = [[δαιδάλεος]], σε Ανθ.
|lsmtext='''δαιδαλόεις:''' -εσσα, -εν, = [[δαιδάλεος]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''δαιδᾰλόεις:''' όεσσα, όεν искусно выполненный или отделанный (τό [[βρέτας]] χρυσῷ δαιδαλόεν Anth.).
}}
}}

Revision as of 06:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δαιδαλόεις Medium diacritics: δαιδαλόεις Low diacritics: δαιδαλόεις Capitals: ΔΑΙΔΑΛΟΕΙΣ
Transliteration A: daidalóeis Transliteration B: daidaloeis Transliteration C: daidaloeis Beta Code: daidalo/eis

English (LSJ)

εσσα, εν,

   A = δαιδάλεος, τεύχεα Q.S.1.141; βρέτας χρυσῷ δ. AP9.332 (Nossis).

German (Pape)

[Seite 514] εσσα, εν, = δαιδάλεος, βρέτας χρυσῷ δ. Noss. 4 (IX, 332); τεύχεα Qu. Sm. 1, 141.

Greek (Liddell-Scott)

δαιδαλόεις: εσσα, εν, = δαιδάλεος, Κόϊντ. Σμ. 1. 141, Ἀνθ. Π. 9. 332.

Spanish (DGE)

(δαιδᾰλόεις) -εσσα, -εν
trabajado artísticamente, adornado τὸ βρέτας ... χρυσῷ δ. AP 9.332 (Noss.), τεύχεα Q.S.1.141.

Greek Monolingual

δαιδαλόεις, -εσσα, -εν (Α)
δαιδάλεος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος ποιητικός τ. του δαιδάλεος με μετρική παρέκταση].

Greek Monotonic

δαιδαλόεις: -εσσα, -εν, = δαιδάλεος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

δαιδᾰλόεις: όεσσα, όεν искусно выполненный или отделанный (τό βρέτας χρυσῷ δαιδαλόεν Anth.).