τρῶξις: Difference between revisions
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
(6) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τρῶξις:''' -εως, ἡ ([[τρώγω]]), [[δάγκωμα]], [[τῶν]] ὀνύχων, σε Αριστ. | |lsmtext='''τρῶξις:''' -εως, ἡ ([[τρώγω]]), [[δάγκωμα]], [[τῶν]] ὀνύχων, σε Αριστ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τρῶξις:''' εως ἡ [[τρώγω]] pl. кусание, обгрызание (τῶν ὀνύχων Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:28, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A gnawing, biting, ὀνύχων τρώξεις Arist.EN1148b28; λίθων, γῆς, Hp.Prorrh.2.31.
Greek (Liddell-Scott)
τρῶξις: -εως, ἡ, τὸ τρώγειν, ἀποδάκνειν, ἀποκόπτειν διὰ τῶν ὀδόντων, ὀνύχων τρώξεις Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 7. 5, 3.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de grignotter.
Étymologie: τρώγω.
Greek Monolingual
-ώξεως, ἡ, Α τρώγω
το να τρώει ή να κόβει κανείς κάτι με τα δόντια («ὀνύχων τρώξεις», Αριστοτ.).
Greek Monotonic
τρῶξις: -εως, ἡ (τρώγω), δάγκωμα, τῶν ὀνύχων, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
τρῶξις: εως ἡ τρώγω pl. кусание, обгрызание (τῶν ὀνύχων Arst.).