κεροφόρος: Difference between revisions

From LSJ

ξυνῆλθεν ἀτταγᾶς τε καὶ νουμήνιος → birds of a feather flock together, the francolin and the new-moon bird get together

Source
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κεροφόρος:''' -ον ([[φέρω]]) = [[κερασφόρος]], αυτός που έχει κέρατα, σε Ευρ.
|lsmtext='''κεροφόρος:''' -ον ([[φέρω]]) = [[κερασφόρος]], αυτός που έχει κέρατα, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''κεροφόρος:''' носящий рога, рогатый ([[βόες]] Eur.).
}}
}}

Revision as of 06:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεροφόρος Medium diacritics: κεροφόρος Low diacritics: κεροφόρος Capitals: ΚΕΡΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: kerophóros Transliteration B: kerophoros Transliteration C: keroforos Beta Code: kerofo/ros

English (LSJ)

ον,

   A = κερασφόρος 1, horned, βόες E.Ba.691.

German (Pape)

[Seite 1425] = κερασφόρος, βόες, Eur. Bacch. 690.

Greek (Liddell-Scott)

κεροφόρος: -ον, = κερασφόρος, ἔχων κέρατα, Εὐρ. Βάκχ. 691.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui porte des cornes.
Étymologie: κέρας, φέρω.

Greek Monolingual

κεροφόρος, -ον (Α)
αυτός που έχει κέρατα, κερασφόρος («κεροφόρων βοῶν», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρως + -φόρος (< φόρος < φέρω)].

Greek Monotonic

κεροφόρος: -ον (φέρω) = κερασφόρος, αυτός που έχει κέρατα, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

κεροφόρος: носящий рога, рогатый (βόες Eur.).