ὁπλάριον: Difference between revisions
From LSJ
τους φίλους λόγων τέχναιν επαίδευσας → Using 2 artifices, you educated (taught) those who love rhetoric.
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὁπλάριον:''' [ᾰ], τό, υποκορ. του [[ὅπλον]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''ὁπλάριον:''' [ᾰ], τό, υποκορ. του [[ὅπλον]], σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὁπλάριον:''' (ᾰ) τό небольшой щит Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:41, 31 December 2018
English (LSJ)
[ᾰ], τό, Dim. of ὅπλον, IG11(2).190 A23 (Delos, iii B. C.), Supp.Epigr.4.447.44(Didyma, ii B. C.), Plu.Flam.17, IGRom.4.1318 (Tamasus, Lydia).
German (Pape)
[Seite 359] τό, dim. von ὅπλον, bes. kleiner Schild, Plut. Flam. 17.
Greek (Liddell-Scott)
ὁπλάριον: [ᾰ], τό, ὑποκορ. τοῦ ὅπλον, Πλουτ. Φλαμ. 17.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petite arme.
Étymologie: ὅπλον.
Greek Monolingual
ὁπλάριον, τὸ (Α) όπλο
μικρό όπλο.
Greek Monotonic
ὁπλάριον: [ᾰ], τό, υποκορ. του ὅπλον, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ὁπλάριον: (ᾰ) τό небольшой щит Plut.