σκηνύδριον: Difference between revisions
From LSJ
ἆρ' ἐς τὸ κάλλος ἐκκεκώφηται ξίφη → can it be that her beauty has blunted their swords, can it be that their swords are blunted at the sight of her beauty
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σκηνύδριον:''' τό, υποκορ. του [[σκηνή]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''σκηνύδριον:''' τό, υποκορ. του [[σκηνή]], σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σκηνύδριον:''' τό небольшой шатер, палатка Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:44, 31 December 2018
English (LSJ)
τό, Dim. of σκηνή, Plu.Mar.37.
German (Pape)
[Seite 896] τό, dim. von σκηνή, Plut. Mar. 37.
Greek (Liddell-Scott)
σκηνύδριον: τό, ὑποκορ. τοῦ σκηνή, Πλουτ. Μάρ. 37. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 147.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
dim. de σκηνή.
Greek Monolingual
τὸ, Α
υποκορ. μικρή σκηνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκηνή + υποκορ. κατάλ. -ύδριον (πρβλ. λογ-ύδριον)].
Greek Monotonic
σκηνύδριον: τό, υποκορ. του σκηνή, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
σκηνύδριον: τό небольшой шатер, палатка Plut.