προσώπατα: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπ' ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος → man will not live by bread alone (Matthew 4:4, Luke 4:4)

Source
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσώπατα:''' τά, αρχ. Επικ. πληθ. της λέξης [[πρόσωπον]].
|lsmtext='''προσώπατα:''' τά, αρχ. Επικ. πληθ. της λέξης [[πρόσωπον]].
}}
{{elru
|elrutext='''προσώπατα:''' τά (dat. [[προσώπασι]]) эп. pl. к [[πρόσωπον]].
}}
}}

Revision as of 06:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσώπατα Medium diacritics: προσώπατα Low diacritics: προσώπατα Capitals: ΠΡΟΣΩΠΑΤΑ
Transliteration A: prosṓpata Transliteration B: prosōpata Transliteration C: prosopata Beta Code: prosw/pata

English (LSJ)

   A v. πρόσωπον.

Greek (Liddell-Scott)

προσώπατα: τά, ἀρχ. Ἐπικ. πληθ. τοῦ πρόσωπον, ὃ ἴδε, οὕτω καὶ ἐν τῇ καθωμιλημένῃ.

French (Bailly abrégé)

plur. épq. de πρόσωπον.

Greek Monolingual

τα, ΝΑ
βλ. πρόσωπο.

Greek Monotonic

προσώπατα: τά, αρχ. Επικ. πληθ. της λέξης πρόσωπον.

Russian (Dvoretsky)

προσώπατα: τά (dat. προσώπασι) эп. pl. к πρόσωπον.