κεχάρηκα: Difference between revisions

From LSJ

Γλώσσης μάλιστα πανταχοῦ πειρῶ κρατεῖν → Linguae modum tenere praecipuum puta → Zumeist die Zunge such' zu zügeln überall | Zumeist bezäme deine Zunge überall

Menander, Monostichoi, 80
(5)
(3)
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κεχάρηκα:''' κεχάρημαι[ᾰ], Ενεργ. και Παθ. παρακ. του [[χαίρω]].
|lsmtext='''κεχάρηκα:''' κεχάρημαι[ᾰ], Ενεργ. και Παθ. παρακ. του [[χαίρω]].
}}
{{elru
|elrutext='''κεχάρηκα:''' (χᾰ) pf. к [[χαίρω]].
}}
}}

Revision as of 06:48, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

κεχάρηκα: κεχάρημαι, κεχαρησέμεν, κεχαρήσεται, κεχάρητο, -ηντο, κεχαρηώς, ἴδε ἐν λέξ. χαίρω.

French (Bailly abrégé)

v. χαίρω.

Greek Monotonic

κεχάρηκα: κεχάρημαι[ᾰ], Ενεργ. και Παθ. παρακ. του χαίρω.

Russian (Dvoretsky)

κεχάρηκα: (χᾰ) pf. к χαίρω.