ἄερθεν: Difference between revisions

From LSJ

Καὶ ζῶνφαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft

Menander, Monostichoi, 294
(2)
(1)
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄερθεν:''' Επικ. αντί <i>ἠέρθησαν</i>, γʹ πληθ. Παθ. αορ. αʹ του [[ἀείρω]]· <i>ἀέρθη</i>, γʹ ενικ. -[[ἀερθείς]], μτχ.
|lsmtext='''ἄερθεν:''' Επικ. αντί <i>ἠέρθησαν</i>, γʹ πληθ. Παθ. αορ. αʹ του [[ἀείρω]]· <i>ἀέρθη</i>, γʹ ενικ. -[[ἀερθείς]], μτχ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄερθεν:''' эп. 3 л. pl. aor. pass. к [[ἀείρω]].
}}
}}

Revision as of 06:56, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

ἄερθεν: ἴδε ἐν ἀείρω.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ pl. ao. Pass. épq. de ἀείρω.

Greek Monotonic

ἄερθεν: Επικ. αντί ἠέρθησαν, γʹ πληθ. Παθ. αορ. αʹ του ἀείρω· ἀέρθη, γʹ ενικ. -ἀερθείς, μτχ.

Russian (Dvoretsky)

ἄερθεν: эп. 3 л. pl. aor. pass. к ἀείρω.