διαμίγνυμι: Difference between revisions
From LSJ
Νόμων ἔχεσθαι (Νόμοις ἕπεσθαι) πάντα δεῖ τὸν σώφρονα → Legibus haerere sapiens debet firmiter → Dem Klugen ist Gesetzestreue stete Pflicht
(9) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[διαμίγνυμι]] (Α)<br />[[ανακατεύω]] διαφορετικά στοιχεία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[μείγνυμι]]]. | |mltxt=[[διαμίγνυμι]] (Α)<br />[[ανακατεύω]] διαφορετικά στοιχεία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[μείγνυμι]]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διαμίγνῡμι:''' и [[διαμιγνύω]] примешивать, добавлять (τι ἔν τινι Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:00, 31 December 2018
English (LSJ)
or διαμιγνύω (Plu.2.1131e), fut. -μίξω,
A to mix up, l.c.:— Pass., διαμεμιγμέναι Pl.Com.174.9 codd. Ath.; cf. διαμίσγω.
German (Pape)
[Seite 590] (s. μίγνυμι), durcheinander mischen, bei Ath. X, 441 f; Plut.
Greek (Liddell-Scott)
διαμίγνυμι: ἢ -ύω, ἀναμιγνύω, Πλούτ. 2. 1132D.
French (Bailly abrégé)
pf. Pass. part. fém. διαμεμιγμέναι;
entremêler, farcir.
Étymologie: διά, μίγνυμι.
Greek Monolingual
διαμίγνυμι (Α)
ανακατεύω διαφορετικά στοιχεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. μείγνυμι].
Russian (Dvoretsky)
διαμίγνῡμι: и διαμιγνύω примешивать, добавлять (τι ἔν τινι Plut.).