ὀλίζων: Difference between revisions

From LSJ

μοῦνοι Ἑλλήνων δὴ μουνομαχήσαντες τῷ Πέρσῃ → alone of all Greeks we met the Persian singlehandedly, alone of all Greeks having fought singlehanded with the Persians

Source
(28)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀλίζων]] και [[ὀλείζων]], -ον (Α)<br />παλαιότερος τ. συγκριτ. του [[ολίγος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ολίγ</i>-<i>jων</i> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ὀλιγ</i>- του [[ὀλίγος]] (<b>πρβλ.</b> [[μέγας]]: [[μέζων]] / [[μείζων]]). Ανάμεσα στους τ. [[ὀλίζων]] και [[ὀλείζων]] αρχαιότερος [[πρέπει]] να θεωρηθεί ο τ. [[ὀλίζων]], όπως μαρτυρεί και το παράγωγο ρ. <i>ὀλιζῶ</i>, ενώ το -<i>ει</i>- του [[ὀλείζων]] [[πρέπει]] να οφείλεται σε αναλογική [[επίδραση]] του [[μείζων]]].
|mltxt=[[ὀλίζων]] και [[ὀλείζων]], -ον (Α)<br />παλαιότερος τ. συγκριτ. του [[ολίγος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ολίγ</i>-<i>jων</i> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ὀλιγ</i>- του [[ὀλίγος]] (<b>πρβλ.</b> [[μέγας]]: [[μέζων]] / [[μείζων]]). Ανάμεσα στους τ. [[ὀλίζων]] και [[ὀλείζων]] αρχαιότερος [[πρέπει]] να θεωρηθεί ο τ. [[ὀλίζων]], όπως μαρτυρεί και το παράγωγο ρ. <i>ὀλιζῶ</i>, ενώ το -<i>ει</i>- του [[ὀλείζων]] [[πρέπει]] να οφείλεται σε αναλογική [[επίδραση]] του [[μείζων]]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀλίζων:''' 2, gen. ονος Anth. compar. к [[ὀλίγος]].
}}
}}

Revision as of 07:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλίζων Medium diacritics: ὀλίζων Low diacritics: ολίζων Capitals: ΟΛΙΖΩΝ
Transliteration A: olízōn Transliteration B: olizōn Transliteration C: olizon Beta Code: o)li/zwn

English (LSJ)

later spelling of ὀλείζων,

   A v. ὀλίγος VI. 1.

German (Pape)

[Seite 322] ον, poet. compar. zu ὀλίγος, wie μέζων zu μέγας; Nic. Ther. 372; Ep. ad. 522 (IX, 521) ist ὀλίζον κλέος = dem Positiv; – ὀλίζωνες, Nic. Th. 123, ist auffallend (für ὀλίζονες,) u. Bentley vermuthet daher ὀλιζότεραι. S. übrigens nom. propr.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλίζων: -ον, ἴδε ὀλίγος ἐν τέλ.

Greek Monolingual

ὀλίζων και ὀλείζων, -ον (Α)
παλαιότερος τ. συγκριτ. του ολίγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ολίγ-jων < θ. ὀλιγ- του ὀλίγος (πρβλ. μέγας: μέζων / μείζων). Ανάμεσα στους τ. ὀλίζων και ὀλείζων αρχαιότερος πρέπει να θεωρηθεί ο τ. ὀλίζων, όπως μαρτυρεί και το παράγωγο ρ. ὀλιζῶ, ενώ το -ει- του ὀλείζων πρέπει να οφείλεται σε αναλογική επίδραση του μείζων].

Russian (Dvoretsky)

ὀλίζων: 2, gen. ονος Anth. compar. к ὀλίγος.