τύμμα: Difference between revisions
Φιλεῖ δ' ἑαυτοῦ πλεῖον οὐδεὶς οὐδένα → Haud ullus alii quam sibi est amicior → Es liebt ja keiner einen andern mehr als sich
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τύμμα:''' -ατος, τό ([[τύπτω]]), [[χτύπημα]], σε Αισχύλ., Θεόκρ. | |lsmtext='''τύμμα:''' -ατος, τό ([[τύπτω]]), [[χτύπημα]], σε Αισχύλ., Θεόκρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τύμμα:''' ατος τό [[τύπτω]] удар рана Aesch., Arst., Theocr. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό, (τύπτω)
A blow, wound, A.Ag.1430 (lyr.); esp. a pick, sting, or snake-bite, Hp.Epid.7.37, Arist.HA624a16, Theoc.4.55, Androm. ap. Gal.14.33; τύμματα πληγῶν PSI5.455.16 (ii A. D.).
German (Pape)
[Seite 1161] τό, Schlag, Hieb, Wunde; ἔτι σε χρὴ στερομέναν φίλων τύμμα τύμματι τῖσαι, Aesch. Ag. 1405; Theocr. 4, 55; Nic. Th. 931; Opp. Hal. 2, 50; κέντρῳ τύμμα φέρεις, M. Arg. 2 (V, 32).
Greek (Liddell-Scott)
τύμμα: τό, (τύπτω), κτύπημα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1430, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 10, Θεόκρ. 4. 55, κλπ.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
coup, blessure.
Étymologie: τύπτω.
Greek Monolingual
-ατος, τὸ, ΜΑ
το αποτέλεσμα του τύπτω, πλήγμα, χτύπημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τυπ- του τύπτω + κατάλ. -μα με αφομοίωση του -π- σε -μ- (πρβλ. γράμ-μα)].
Greek Monotonic
τύμμα: -ατος, τό (τύπτω), χτύπημα, σε Αισχύλ., Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
τύμμα: ατος τό τύπτω удар рана Aesch., Arst., Theocr.