ὀμμάτειος: Difference between revisions
From LSJ
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
(28) |
(3b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀμμάτειος]], -ον (Α) [[όμμα]]<br />αυτός που εκδηλώνεται με τα μάτια («[[ὀμμάτειος]] [[πόθος]]», <b>Σοφ.</b>). | |mltxt=[[ὀμμάτειος]], -ον (Α) [[όμμα]]<br />αυτός που εκδηλώνεται με τα μάτια («[[ὀμμάτειος]] [[πόθος]]», <b>Σοφ.</b>). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀμμάτειος:''' (ᾰ) зарождающийся от взоров ([[πόθος]] Soph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:12, 31 December 2018
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A received through the eyes, πόθος S.Fr.801.
German (Pape)
[Seite 332] von, in den Augen, πόθος, Hesych., aus Soph., wie es scheint.
Greek (Liddell-Scott)
ὀμμάτειος: [ᾰ], -ον, ὁ ἐν τοῖς ὀφθαλμοῖς φαινόμενος, δι’ αὐτῶν ἀποκαλυπτόμενος, πόθος Σοφ. Ἀποσπ. 169 - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀμμάτειος πόθος· διὰ τὸ ἐκ τοῦ ὁρᾶν ἁλίσκεσθαι ἔρωτι».
Greek Monolingual
ὀμμάτειος, -ον (Α) όμμα
αυτός που εκδηλώνεται με τα μάτια («ὀμμάτειος πόθος», Σοφ.).
Russian (Dvoretsky)
ὀμμάτειος: (ᾰ) зарождающийся от взоров (πόθος Soph.).